- ανακαμπή
- η (Α ἀνακαμπή) [ἀνακάμπτω]κάμψη, κύρτωμα προς τα επάνω ή προς τα πίσω, στροφή, γύρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνακαμπή — bend fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαμπαῖς — ἀνακαμπή bend fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαμπῆς — ἀνακαμπή bend fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαμπήν — ἀνακαμπή bend fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακάμπτω — (Α ἀνακάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα επάνω ή προς τα πίσω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω (στα αρχ. και μέσ.) νεοελλ. παρακάμπτω αρχ. 1. κάνω κάτι να επιστρέψει, να γυρίσει πίσω 2. περπατώ πάνω κάτω 3. (στη Λογ.) αντιστρέφω… … Dictionary of Greek
ἀνακαμπάς — ἀνακαμπά̱ς , ἀνακαμπή bend fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)